- περίκτησις
- -ήσεως, ἡ, Α [περικτῶμαι]πλήρης κτήση ή απόκτηση («οὐσίας περίκτησις», Απολλ. Δύσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίκτησις — acquisition fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικτήσει — περίκτησις acquisition fem nom/voc/acc dual (attic epic) περικτήσεϊ , περίκτησις acquisition fem dat sg (epic) περίκτησις acquisition fem dat sg (attic ionic) περικτάομαι acquire fut ind mp 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικτήσεις — περίκτησις acquisition fem nom/voc pl (attic epic) περίκτησις acquisition fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικτήσεσιν — περίκτησις acquisition fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίκτησιν — περίκτησις acquisition fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικτήσεως — περικτήσεω̆ς , περίκτησις acquisition fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)